φαύλως — ΝΜΑ, και φαύλα Ν επίρρ. βλ. φαύλος … Dictionary of Greek
φαύλως — φαύ̱λως , φαῦλος cheap adverbial φαύ̱λως , φαῦλος cheap masc acc pl (doric) φαύ̱λως , φαῦλος cheap adverbial φαύ̱λως , φαῦλος cheap masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
AGRIONIA — festa erant apud Boestios, quae in honorem Bacchi quotannis celebrabantur. Varia autem Baccho cognomenta veteres tribuerunt; atque, ut omittam quae nihil ad institutum praesens faciunt, eorum duo sunt, benignitatis; Μειλίχιος i. e. Mitis, et… … Hofmann J. Lexicon universale
NABCA — Aegyptiis hodie, aliter Oenoplia, cadem cum Veterum connaro, sive loto Cyrenaica, spinosa instar acaciae, latioribus foliis quam zizyphi, fructu gaudet rotundô, iuglandis nucis magnitudine, dulci, odoratô. Dicta autem haec Lotos Cyrenensis est,… … Hofmann J. Lexicon universale
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
ԱԽՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c մ. ἑμπαθῶς ut affectibus obnoxius Կրիւք. կարեօք. ըստ կարեաց մարմնոյ. *Ախտաբար՝ ի՛մն Աստուած ոչ ծնաւ. աստուածավայելչապէս ասեմ զծնունդն: Կերակրոց եւ ըմպելեաց ախտաբար հոսմանց. Նիւս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՉԱՐԱՉԱՐ — ( ) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. χείριστος pessimus χαλεπός, χαλεπώτερος, τραχύς, δυσχερής difficilis, durus, saevus, asper. Կարի չար. յոյժ վատթար. սաստիկ. դառն. դժնդակ. անտանելի. անհնարին. անօրէն. խիստ գէշ. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)